ακαλοσύνευτος

ακαλοσύνευτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες: Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος, ακαλοσύνευτος.
2. (για τον καιρό), αυτός που εξακολουθητικά είναι κακός: Όλος ο Μάρτης πέρασε ακαλοσύνευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”