- ακαλοσύνευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες: Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος, ακαλοσύνευτος.2. (για τον καιρό), αυτός που εξακολουθητικά είναι κακός: Όλος ο Μάρτης πέρασε ακαλοσύνευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.